λαβράκια

λαβράκια
λαβράκιον
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • ανιλόκρη — (anilocra). Γένος αρθροπόδων της οικογένειας των κυμοθοειδών. Το μήκος του σώματός τους ξεπερνά τα 5 εκ. Έχουν ελλειψοειδές σώμα με κοντές κεραίες και μακριά ουρά. Ζουν παρασιτικά στο στόμα, στα βράγχια ή στο δέρμα διαφόρων ψαριών και γι’ αυτό… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • Μεσολογγίου, λιμνοθάλασσα — Αβαθής λιμνοθάλασσα (100.000 στρέμματα), η σημαντικότερη από αυτές που σχηματίζονται λόγω των προσχώσεων των ποταμών Εύηνου και Αχελώου. Η ονομασία της κατά την αρχαιότητα ήταν Κυνία. Παλαιότερα στην περιοχή της λιμνοθάλασσας βρίσκονταν οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”